ἀρχηγενής

ἀρχηγενής
ἀρχηγενής, ές,
A originating, causing,

κλαυμάτων A.Ag.1628

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αρχηγενής — ἀρχηγενής, ές (Α) αυτός που κάνει την αρχή σε κάτι ή που κάνει κάτι ν αρχίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχη < άρχω + γενής < γένος < γίγνομαι. Πρόκειται για άπαξ ειρημένο τ. και είναι το μοναδικό σύνθετο στο α συνθετικό του οποίου εμφανίζεται το ρ …   Dictionary of Greek

  • ἀρχηγενῆ — ἀρχηγενής originating neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρχηγενής originating masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀρχηγενής originating masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”